μπανίζω

μπανίζω
μπάνισα
1. κρυφοκοιτάζω κάτι με πόθο: Μπάνιζε τη γειτόνισσα του απέναντι διαμερίσματος.
2. διακρίνω, βλέπω από μακριά: Τον μπάνισανα κλέβει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπανίζω — μπανίζω, μπάνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπανίζω — 1. βλέπω κάποιον ξαφνικά («τὸν μπάνισα την ώρα που τό έσκαγε») 2. παρατηρώ κάποιον κρυφά («τήν μπάνισα από την κλειδαρότρυπα») 3. διακρίνω κάποιον ή κάτι από μακριά («τόν μπάνισα να περιμένει στη στάση») 4. κοιτάζω κάποιον ή κάτι με πολύ… …   Dictionary of Greek

  • μπάνισμα — το [μπανίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπανίζω και, κυρίως το κρυφό κοίταγμα ερωτικών περιπτύξεων ή, απλώς ημίγυμνων ανθρώπων («πάει στη θάλασσα όχι για μπάνιο αλλά για μπάνισμα») …   Dictionary of Greek

  • ενιλλώπτω — ἐνιλλώπτω και ἐνιλλωπῶ, έω (Α) [ιλλώπτω, ιλλωπώ] 1. βλέπω κάποιον περιπαικτικά με μισόκλειστα μάτια 2. μυκτηρίζω, περιπαίζω, εμπαίζω 3. οφθαλμοπορνώ σαν ηδονοβλεψίας, μπανίζω …   Dictionary of Greek

  • μπάνικος — η, ο, θηλ. και ια [μπανίζω] 1. αυτός που διεγείρει τον ερωτικό πόθο, ελκυστικός («μπάνικη κοπέλα») 2. φανταχτερός, χτυπητός …   Dictionary of Greek

  • μπανιστήρι — το [μπανίζω] το να κρυφοκοιτάζει κάποιος ημίγυμνους ή γυμνούς ή να παρακολουθεί ερωτικές περιπτύξεις για να διεγερθεί ο ίδιος σεξουαλικά, η ηδονοβλεψία …   Dictionary of Greek

  • μπανιστιρτζής — και μπανιστής, ο, θηλ. μπανίστρια [μπανίζω] αυτός που τού αρέσει το μπάνισμα, αυτός που παρατηρεί κρυφά και με πόθο κάποιον για να διεγερθεί σεξουαλικά, ο ηδονοβλεψίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”